Τάλῳ

Τάλῳ
Τάλος
masc dat sg
Τάλῳ̆ , Τάλως
masc nom pl (attic epic ionic)
Τάλῳ̆ , Τάλως
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τάλω — Τάλος masc nom/voc/acc dual Τάλος masc gen sg (doric aeolic) Τάλω̆ , Τάλως masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάλωι — Τάλῳ , Τάλος masc dat sg Τάλῳ̆ , Τάλως masc nom pl (attic epic ionic) Τάλῳ̆ , Τάλως masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάλως — Τάλος masc acc pl (doric) Τάλω̆ς , Τάλως masc acc pl (attic epic ionic) Τάλω̆ς , Τάλως masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

  • Άμυκος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Βεβρύκων (μυθική φυλή της Μικράς Ασίας). Ο Ά. υποχρέωνε κάθε ξένο που περνούσε τυχαία από τη χώρα του να πυγμαχήσει μαζί του· τους νικούσε όλους ανεξαιρέτως και μετά τους σκότωνε …   Dictionary of Greek

  • Γερόσπηλιος ή Γεροντόσπηλιος — Μεγάλο και βαθύ σπήλαιο με στενή είσοδο, στις βόρειες πλαγιές της Ίδης, κοντά στην Αγία Μαρίνα Κυδωνίας, με αρχαιολογικά ευρήματα. Αποτελεί αληθινό λαβύρινθο από πολυδαίδαλους διαδρόμους και στοές με σταλακτίτες. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Ποίας — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Θαυμάκη, σύζυγος της Μεθώνης, από την οποία γέννησε το Φιλοκτήτη. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Περνώντας από την Κρήτη, σκότωσε με βέλος το γίγαντα Τάλω. Λέγεται ότι έβαλε φωτιά στη σωρό των ξύλων στην… …   Dictionary of Greek

  • Τάλων — Τάλος masc gen pl Τάλως masc gen pl (attic epic ionic) Τάλω̆ν , Τάλως masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”